ναυφυλαξ

ναυφυλαξ
    ναυφύλαξ
    ναυ-φύλαξ
    -ᾰκος (ῠ) ὅ несущий охрану судна, корабельный страж Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ναυφυλαξ" в других словарях:

  • ναυφύλαξ — ναυφύλαξ, ὁ (Α) 1. φρουρός ναού 2. φύλακας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. τής ονομ.] …   Dictionary of Greek

  • ναυφυλάκια — ναυφυλάκια, τὰ (Α) [ναυφύλαξ] οι αμοιβές αυτών που φυλάγουν τα πλοία …   Dictionary of Greek

  • ναυφυλακώ — ναυφυλακῶ, έω (Μ) [ναυφύλαξ] είμαι φύλακας πλοίων …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»